- распустить
- ρ.σ.μ.1. απολύω, αφήνω ελεύθερους (να φύγουν). || διαλύω•
распустить комиссию δια-λΰω επιτροπή.
2. ζεσφίγγω, χαλαρώνω, (ξε) λασκάρω, μποσκάρω. || ανοίγω, ξετυλίγω, ξεδιπλώνω•распустить паруса ανοίγω τα πανιά.
|| ξεπλέκω• ξηλώνω•распустить косы ξεπλέκω τις κοτσίδες•
распустить чулок ξηλώνω την κάλτσα.
3. χαλαρώνω (την πειθαρχία, επίβλεψη)• καλομαθαινω• χαλνώ.4. διαδίδω (φήμες, κουτσομπολιά κ.τ.τ.).5. διαλύω•распустить синьку в воде διαλύω λουλάκι στο νερό.
εκφρ.распустить горло (глотку)• – (απλ.) κραυγάζω δυνατά, γκαρίζω•распустить язык – γλωσσοκοπανώ, αδολεσχώ• κόβει και ράβει η γλώσσα.распуститься1. ανοίγω (για μπουμπούκια)• ανθίζω•роза -лась το τριαντάφυλλο άνοιξε.
|| (για δέντρα) καλύπτομαι με φύλλωμα.2. ξεσφίγγομαι, χαλαρώνομαι, ξελασκάρω. || ξεπλέκομαι• ξηλώνομαι. || ξετυλίγομαι.3. ξεπέφτω, αδυνατίζω, εξασθενώ. || μτφ. παρακμάζω.4. γίνομαι ανυπάκουος• απειθαρχώ,5. (για οδό) λασπώνω.6. διαλύομαι•соль -лась в воде το αλάτι διαλύθηκε (έλιωσε) στο νερό.
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.